Jorge Luis BORGES - EL GAUCHO

Publicado en por El blog de AMALIA M. ABARIA

 

imagesCAA5L3P7

 

El gaucho

                           (“El oro de los tigres”)          

Hijo de algún confín de la llanura
abierta, elemental, casi secreta,
tiraba el firme lazo que sujeta
al firme toro de cerviz oscura.

Se batió con el indio y con el godo,
murió en reyertas de baraja y taba;
dio su vida a la patria, que ignoraba,
y así perdiendo, fue perdiendo todo.

Hoy es polvo de tiempo y de planeta;
nombres no quedan, pero el nombre dura.
Fue tantos otros y hoy es una quieta
pieza que mueve la literatura.

Fue el matrero, el sargento y la partida.
Fue el que cruzó la heroica cordillera.
Fue soldado de Urquiza o de Rivera,
lo mismo da. Fue el que mató a Laprida.

Dios le queda lejos. Profesaron
la antigua fe del hierro y del coraje,
que no consiente súplicas ni gaje.
Por esa fe murieron y mataron.

En los azares de la montonera
murió por el color de una divisa;
fue el que no pidió nada, ni siquiera
la gloria, que estrépito y ceniza.

Fue el hombre gris que, oscuro en la pausada
penumbra del galpón, sueña y matea,
mientras en el Oriente ya clarea
la luz de la desierta madrugada.

Nunca dijo: Soy gaucho. Fue su suerte
no imaginar la suerte de los otros.
No menos ignorante que nosotros,
no menos solitario, entró en la muerte.

Etiquetado en POESIA

Para estar informado de los últimos artículos, suscríbase:
Comentar este post
Γ
JORGE LUIS BORGES<br /> <br /> <br /> Ο ΓΚΑΟΥΤΣΟ<br /> <br /> Παιδί ήταν των περάτων της πεδιάδας με το ωραίο<br /> το πλάτος, το ανοιχτό, το στοιχειώδες, με ό,τι μένει<br /> σχεδόν κρυφό· έριχνε το λάσο του, που σφίγγει, δένει<br /> του ταύρου τον αυχένα – σκοτεινό και ρωμαλέο.<br /> <br /> Πολέμησε και Ινδιάνους και Σπανιόλους, και ήταν πάντα<br /> το στοίχημα του Χάρου στη ζαριά και στην παρτίδα·<br /> έδωσε τη ζωή του για μι’ άγνωστη σ’ αυτόν πατρίδα<br /> και, χάνοντας τη μάχη, είδε πως έχασε τα πάντα.<br /> <br /> Του χρόνου πια και του πλανήτη εγίνη τώρα σκόνη·<br /> ονόματα δεν σώζονται· μονάχα η ονομασία.<br /> Χιλιάδες ήσαν πριν, μα σήμερα ένα μένει πιόνι<br /> ειρηνικό, που το κινεί απλώς η λογοτεχνία.<br /> <br /> Πανούργος κλέφτης, φόβητρο ήταν, και ψυχρή λεπίδα<br /> που την ηρωική εδιάβηκε την κορδιλιέρα.<br /> Στρατιώτης ήταν του Ουρκίσα, αλλά και του Ριβέρα –<br /> αδιάφορον. Αυτός καθάρισε και τον Λαπρίδα.<br /> <br /> Ο Θεός μακριά τους έμεινε. Οι γκάουτσος πιστεύαν<br /> σε πίστη αρχαία, με σίδερο οπλισμένη και με θάρρος,<br /> που δεν καταλαβαίνει παρακλήσεις, μήτε βάρος<br /> σηκώνει ικεσϊών. Γι’ αυτήν σκοτώναν, ξεπαστρεύαν.<br /> <br /> Στις τύχες των νταήδων, στων συμμοριών το μίσος<br /> ο γκάουτσο επέθαινε για τη μερίδα όπου ετάχτη·<br /> αυτός ποτέ του τίποτε δεν ζήτησε – ούτε ίσως<br /> τη δόξα που ’ναι πανδαιμόνιο και χαμός και στάχτη.<br /> <br /> Είναι ο άντρας ο βαρύς, ο μπρούσκος, που μες στο σκοτάδι<br /> του καλυβιού του όλο ονειρεύεται και μάτε πίνει<br /> την ώρα ακόμα που από την Ανατολή μιά δίνη<br /> φωτός ορμάει και δίνει στο ξημέρωμα ένα χάδι.<br /> <br /> Ποτέ δεν είπε «γκάουτσο είμαι». Και ήταν ριζικό του<br /> να μη φαντάζεται το ριζικό των άλλων όλων.<br /> Τελείως αδαής σαν όλους μας, των δύο πόλων,<br /> επήγε μόνος, ολομόναχος στον θάνατό του.<br /> <br /> <br /> <br /> Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Responder